- στρεπτός
- στρεπτός (στρέφω): twisted, braided; fig., γλῶσσα, ‘voluble,’ Il. 20.248 ; φρένες, θεοί, to be turned, placable, Il. 15.203, Il. 9.497.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
στρεπτός — easily twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)